ραδιοπικάπ

ραδιοπικάπ
το, Ν
άκλ. συνδυασμός ραδιοφωνικού δέκτη, ραδιοφώνου, και πικάπ έτσι ώστε να είναι δυνατή η χρησιμοποίηση τής βαθμίδας ενίσχυσης χαμηλής συχνότητας τού ραδιοφώνου για την ακρόαση δίσκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ράδιο* (ΙΙ) + πικάπ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ραδιοπικάπ — το συνδυασμός ραδιοφώνου και πικάπ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραδιογραμμόφωνο — το, Ν (ραδιοηλ.) παλαιότερη ονομασία τού ραδιοπικάπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. radiogramophone (< λατ. radius «ακτίνα» + γραμμόφωνο)] …   Dictionary of Greek

  • ραδιογραμμόφωνο — το βλ. ραδιοπικάπ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”