- ραδιοπικάπ
- το, Νάκλ. συνδυασμός ραδιοφωνικού δέκτη, ραδιοφώνου, και πικάπ έτσι ώστε να είναι δυνατή η χρησιμοποίηση τής βαθμίδας ενίσχυσης χαμηλής συχνότητας τού ραδιοφώνου για την ακρόαση δίσκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ράδιο* (ΙΙ) + πικάπ*].
Dictionary of Greek. 2013.